πατριάρχης

πατριάρχης
Ο αρχηγός της πατριάς, όνομα που στην Παλαιά Διαθήκη αποδίδεται στους απώτερους προπάτορες των Εβραίων. Οι π. εκείνοι διακρίνονται σε προκατακλυσμιαίους (από τον Αδάμ έως το Νώε, δέκα συνολικά) και σε μετακατακλυσμιαίους (από τον Σημ, γιο του Νώε, έως τον Θάρα, επίσης δέκα). Αργότερα, ως κατεξοχήν πατριάρχες του Ισραήλ αναφέρονται οι Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ. Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος αυτός εμφανίζεται τον 5o αι. ως απλός τιμητικός τίτλος επισκόπων. Στα χρόνια όμως του Ιουστινιανού ο τίτλος αποκτά συγκεκριμένο περιεχόμενο και αποδίδεται μόνο στους κατόχους των πέντε μεγάλων εκκλησιαστικών θρόνων της αυτοκρατορίας: Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Aλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων. Στη κλιμάκωση αυτή στηρίχτηκε αργότερα η βυζαντινή θεωρία της πενταρχίας – της διοίκησης δηλαδή της Εκκλησίας από τους πέντε κορυφαίους επισκόπους, μια θεωρία που αντέταξαν στις απολυταρχικές τάσεις του επισκόπου Ρώμης. Μετά την υποταγή των τριών τελευταίων πατριαρχείων στους Άραβες, τον 7o αι., η θέση του π. Κωνσταντινουπόλεως, που ήδη από τον 6o αι. φέρει και τον ιδιαίτερο τίτλο του οικουμενικού, ενισχύθηκε πολύ. Η περίοδος αυτή, με τη σχεδόν παντοδύναμη θέση του π. Κωνσταντινουπόλεως διαρκεί καθόλη τη βυζαντινή περίοδο και συνεχίζεται κατά ένα μέρος και κατά την τουρκοκρατία, έως το 1923 (συνθήκη της Λοζάνης). Στο μεταξύ, εκτός από τα πέντε πρεσβυγενή πατριαρχεία (τέσσερα μετά το σχίσμα) δημιουργήθηκαν –συνήθως χωρίς την άμεση συγκατάθεση του π. Κωνσταντινουπόλεως– και νεότερα εθνικά πατριαρχεία: το εφήμερο βουλγαρικό πατριαρχείο της Αχρίδας (893 – 1014), το επίσης βουλγαρικό πατριαρχείο Τιρνόβου (1187 – 1393), που ανασυστάθηκε το 1953 ως πατριαρχείο Βουλγαρίας, το σερβικό πατριαρχείο Πεκίου (1346 – 1456, 1557 – 1766), που επανιδρύθηκε το 1920 ως πατριαρχείο Σερβίας, το πατριαρχείο Μόσχας (1589 – 1721, 1917 και εξής) και το πατριαρχείο Ρουμανίας (1925). Τον τίτλο του π. φέρουν επίσης και οι αρχηγοί των ουνιτικών Εκκλησιών (Ελληνορρύθμων, Λατινορρύθμων, Συροκαθολικών, Κοπτοκαθολικών κλπ.) και των Εκκλησιών που κηρύχθηκαν αιρετικές από τις οικουμενικές συνόδους, Μονοφυσιτών, Νεστοριανών, Μαρωνιτών, Αρμενίων, κλπ.
* * *
ο, ΝΜΑ
1. ο αρχηγός τής πατριάς, τού συνόλου τών καταγόμενων από τον ίδιο πρόγονο, τής φυλής, τού γένους
2. (στην ΠΔ) οι προπάτορες τού ανθρώπινου γένους, και ιδίως οι αρχηγοί τού ισραηλιτικού λαού από τον Αβραάμ ώς τους γιους τού Ιακώβ
(νεοελλ. μσν.)
1. τίτλος τών επισκόπων τής Ρώμης, τής Κωνσταντινούπολης, τής Αντιόχειας και τών Ιεροσολύμων και τών αρχηγών τών αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, από τους οποίους ο επίσκοπος τής Ρώμης γρήγορα αντικατέστησε τον τίτλο αυτό με τον τίτλο πάπας, ενώ οι πατριάρχες τής Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας διατήρησαν τον τίτλο από τον 5ο αιώνα ώς σήμερα
2. «Οικουμενικός Πατριάρχης» — τίτλος που δόθηκε στον πατριάρχη τής Κωνσταντινουπόλεως μετά την Δ' Οικουμενική Σύνοδο (451), ο οποίος από τότε έχει το προβάδισμα μεταξύ όλων τών πατριαρχών τής Ανατολικής Εκκλησίας
νεοελλ.
1. (ειδικότερα στη νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία) ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε' που απαγχονίστηκε από τους Τούρκους
2. μτφ. υπερήλικος με πολλούς απογόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατριά «σύνολο προγόνων, γένος» + -άρχης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πατριάρχης — father masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριάρχης — ο 1. στην Παλαιά Διαθήκη, αρχηγός φυλής ή φυλών. 2. στη νεότερη εκκλησιαστική ιστορία, ανώτατος ορθόδοξος θρησκευτικός αρχηγός. 3. μτφ., γέροντας με πολλούς απογόνους: Ο παππούς μας είναι ο πατριάρχης της οικογένειάς μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σαμουήλ A’ — Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (1700 1775). Το κοσμικό του όνομα ήταν Σκαρλάτος Χατζερής και αρχικά διατέλεσε μητροπολίτης Δέρκων. Έγινε πατριάρχης το 1763 άλλα πέντε χρόνια αργότερα εξορίστηκε στο Άγιο Όρος. Έμεινε εκεί ως το 1773, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • Φιλόθεος ο Κόκκινος — Πατριάρχης (1353 54, 1364 76) της Κωνσταντινούπολης. Μόναζε στη μονή της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους και πριν χειροτονηθεί πατριάρχης είχε διατελέσει μητροπολίτης Ηρακλείας (1347 53). Διακρινόταν για τη χρηστότητα του ήθους, τη μόρφωση και τη …   Dictionary of Greek

  • πατριάρχαι — πατριάρχης father masc nom/voc pl πατριάρχᾱͅ , πατριάρχης father masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηρουλάριος — Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με το όνομα Μιχαήλ A’. Βλ. λ. Μιχαήλ. Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως (1.) …   Dictionary of Greek

  • Κύπριος, Γεώργιος — Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, με το όνομα Γρηγόριος. Βλ. λ. Γρηγόριος. Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως (2.) …   Dictionary of Greek

  • Λεόντιος Β’ — Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1170 1220). Βλ. λ. Λεόντιος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (8.) …   Dictionary of Greek

  • Λουκάς Χρυσοβέργης — Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1156 69). Διαδέχτηκε στο πατριαρχικό αξίωμα τον Κωνσταντίνο Δ’. Επρόκειτο για άρτια καταρτισμένο θεολόγο, καθώς και γνώστη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Εργάστηκε με ζήλο για την κατοχύρωση της αξιοπρέπειας του… …   Dictionary of Greek

  • Νοταράς Χρύσανθος — Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Βλ. λ. Χρύσανθος. Όνομα διαφόρων κληρικών, αξιωματούχων ή λογίων (1.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”